σωφόρι — το, Ν το εσωφόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσωφόρι* με σίγηση τού αρκτικού ε ] … Dictionary of Greek
εσώρουχο — και μεσόρουχο και εσωφόρι, το το εσωτερικό ρούχο, το ασπρόρρουχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + ρούχο. Η λ. στον πληθ. εσώρουχα μαρτυρείται από το 1888 στο Ημερολόγιον Κυριών] … Dictionary of Greek